αλαδρομος

αλαδρομος
    ἁλάδρομος
    ἁλά-δρομος
    ὅ [ἅλς I] бег по морю, по друг. [ἅλλομαι] бег вприпрыжку Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλαδρομος" в других словарях:

  • αλάδρομος — ἀλάδρομος, ο (Α) τρέξιμο πάνω από τη θάλασσα (κατά μία εκδοχή δρόμος με άλματα). [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. διθυραμβική, που πλάστηκε από τον Αριστοφάνη και απαντά στην κωμωδία του «Όρνιθες». Ετυμολογικά η λ. είναι σύνθετη με πιθανό α συνθ. το ουσ. ἅλς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»